δολοφονία — η (AM δολοφονία) [δολοφόνος] φόνος με δόλο, ενέδρα ή εκ προμελέτης νεοελλ. καταστροφή με δόλια μέσα … Dictionary of Greek
δολοφονώ — (AM δολοφονῶ, έω) [δολοφόνος] φονεύω με δόλο εκ προμελέτης νεοελλ. βλάπτω κάποιον καίρια με δόλο αρχ. φονεύω … Dictionary of Greek
δολοφόνος — ο, η (θηλ. και δολοφόνισσα) (AM δολοφόνος, ον) το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η δολοφόνος αυτός που διαπράττει φόνο με δόλο, εκ προμελέτης νεοελλ. αυτός που προκαλεί καταστροφή με δόλια μέσα αρχ. αυτός που χρησιμοποιήθηκε κατά τη δολοφονία … Dictionary of Greek
εσκεμμένως — και εσκεμμένα (AM ἐσκεμμένως) επίρρ. 1. με ενσυνείδητη πρόθεση, εκ προμελέτης: 2. με περίσκεψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσκεμμένος, μτχ. παρακμ. τού σκέπτομαι*] … Dictionary of Greek
θεμελίωση — Το υπόγειο τμήμα ενός κτιρίου, γέφυρας ή άλλου χτίσματος που προορίζεται να υποβαστάζει το υπέργειο κτίσμα, δηλαδή τις λεγόμενες υπερυψωμένες κατασκευές. Οι θ. των οικοδομών ταξινομούνται στους εξής κύριους τύπους: συνεχείς, συνολικού οικοπέδου… … Dictionary of Greek
παρασκευή — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αδελφή της Σαμαρείτιδας Φωτεινής. Μαρτύρησε με σπαθί. Η μνήμη της τιμάται στις 26 Φεβρουαρίου. 2. Καταγόταν από τους Επιβάτες της Θράκης. Η μνήμη της τιμάται στις 14 Οκτωβρίου. 3. Ρωμαία οσία.… … Dictionary of Greek
προβεβουλευμένως — Α επίρρ. εκ προμελέτης, προσχεδιασμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προβεβουλευμένος, μτχ. παρακμ. τού προβουλεύω] … Dictionary of Greek
προμελέτη — η, Ν 1. προκαταρκτική μελέτη, προσχέδιο («έγινε η προμελέτη για την κατασκευή τής γέφυρας») 2. εσκεμμένη προσχεδίαση ιδίως αξιόποινης πράξης («φόνος εκ προμελέτης»). [ΕΤΥΜΟΛ. προ * + μελέτη. Η λ. μαρτυρείται από το 1814 στον Ν. Δούκα] … Dictionary of Greek
σπουδή — Η βιασύνη, η βιάση. Στον πληθυντικό σπουδές = η μελέτη για κάποια επιστημονική κατάρτιση. Ο όρος χρησιμοποιείται και στις καλές τέχνες, κυρίως στη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη μουσική. Στις δυο πρώτες, σ. είναι το σχέδιο που φιλοτεχνεί ο… … Dictionary of Greek
κληρονομική διαδοχή — Αλλαγή συνόλου σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός ατόμου μετά τον θάνατό του. Το νέο πρόσωπο είναι ο κληρονόμος, το παλιό ο κληρονομούμενος και το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων η κληρονομιά. Ο κληρονόμος συνήθως είναι καθολικός… … Dictionary of Greek