προμελέτης

προμελέτης
προμελετάω
practise beforehand
pres ind act 2nd sg
προμελετάω
practise beforehand
pres ind act 2nd sg
προμελετάω
practise beforehand
imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
προμελετάω
practise beforehand
imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δολοφονία — η (AM δολοφονία) [δολοφόνος] φόνος με δόλο, ενέδρα ή εκ προμελέτης νεοελλ. καταστροφή με δόλια μέσα …   Dictionary of Greek

  • δολοφονώ — (AM δολοφονῶ, έω) [δολοφόνος] φονεύω με δόλο εκ προμελέτης νεοελλ. βλάπτω κάποιον καίρια με δόλο αρχ. φονεύω …   Dictionary of Greek

  • δολοφόνος — ο, η (θηλ. και δολοφόνισσα) (AM δολοφόνος, ον) το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η δολοφόνος αυτός που διαπράττει φόνο με δόλο, εκ προμελέτης νεοελλ. αυτός που προκαλεί καταστροφή με δόλια μέσα αρχ. αυτός που χρησιμοποιήθηκε κατά τη δολοφονία …   Dictionary of Greek

  • εσκεμμένως — και εσκεμμένα (AM ἐσκεμμένως) επίρρ. 1. με ενσυνείδητη πρόθεση, εκ προμελέτης: 2. με περίσκεψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσκεμμένος, μτχ. παρακμ. τού σκέπτομαι*] …   Dictionary of Greek

  • θεμελίωση — Το υπόγειο τμήμα ενός κτιρίου, γέφυρας ή άλλου χτίσματος που προορίζεται να υποβαστάζει το υπέργειο κτίσμα, δηλαδή τις λεγόμενες υπερυψωμένες κατασκευές. Οι θ. των οικοδομών ταξινομούνται στους εξής κύριους τύπους: συνεχείς, συνολικού οικοπέδου… …   Dictionary of Greek

  • παρασκευή — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αδελφή της Σαμαρείτιδας Φωτεινής. Μαρτύρησε με σπαθί. Η μνήμη της τιμάται στις 26 Φεβρουαρίου. 2. Καταγόταν από τους Επιβάτες της Θράκης. Η μνήμη της τιμάται στις 14 Οκτωβρίου. 3. Ρωμαία οσία.… …   Dictionary of Greek

  • προβεβουλευμένως — Α επίρρ. εκ προμελέτης, προσχεδιασμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προβεβουλευμένος, μτχ. παρακμ. τού προβουλεύω] …   Dictionary of Greek

  • προμελέτη — η, Ν 1. προκαταρκτική μελέτη, προσχέδιο («έγινε η προμελέτη για την κατασκευή τής γέφυρας») 2. εσκεμμένη προσχεδίαση ιδίως αξιόποινης πράξης («φόνος εκ προμελέτης»). [ΕΤΥΜΟΛ. προ * + μελέτη. Η λ. μαρτυρείται από το 1814 στον Ν. Δούκα] …   Dictionary of Greek

  • σπουδή — Η βιασύνη, η βιάση. Στον πληθυντικό σπουδές = η μελέτη για κάποια επιστημονική κατάρτιση. Ο όρος χρησιμοποιείται και στις καλές τέχνες, κυρίως στη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη μουσική. Στις δυο πρώτες, σ. είναι το σχέδιο που φιλοτεχνεί ο… …   Dictionary of Greek

  • κληρονομική διαδοχή — Αλλαγή συνόλου σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός ατόμου μετά τον θάνατό του. Το νέο πρόσωπο είναι ο κληρονόμος, το παλιό ο κληρονομούμενος και το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων η κληρονομιά. Ο κληρονόμος συνήθως είναι καθολικός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”